κηρύσσω  πόλεμο

κηρύσσω  πόλεμο
обjавува  воjна

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • καταγγέλλω — (AM καταγγέλλω) κατηγορώ («δοῡλοι κατήγγειλαν τοὺς δεσπότας», Ηρωδιαν.) νεοελλ. 1. ειδοποιώ αρμόδια αρχή για μια παράνομη πράξη 2. μηνύω κάποιον («θα σέ καταγγείλω για συκοφαντική δυσφήμηση») 3. (για συνθήκες, συμφωνίες, συμβάσεις) κηρύσσω άκυρη… …   Dictionary of Greek

  • συνταράσσω — ΝΑ, και συνταράζω Ν, και αττ. τ. συνταράττω Α [ταράσσω] 1. προξενώ αναταραχή, διαταράσσω, ανακατεύω, κάνω άνω κάτω 2. προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω (α. «τόν συντάραξαν οι καινούργιες ειδήσεις» β. «τῷ θανάτῳ τοῡ παιδὸς συντεταραγμένος» …   Dictionary of Greek

  • ανεπάγγελτος — η, ο (Α ἀνεπάγγελτος, ον) νεοελλ. εκείνος που δεν ασκεί κανένα επάγγελμα, άεργος αρχ. 1. (για πόλεμο) εκείνος που η έναρξη του δεν αναγγέλθηκε επίσημα, ακήρυχτος 2. απρόσκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ανεπάγγελτος < αν στερ. + επαγγέλλω «κηρύσσω,… …   Dictionary of Greek

  • εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …   Dictionary of Greek

  • προσφεύγω — ΝΜΑ [φεύγω] καταφεύγω σε κάποιον ή κάπου ζητώντας προστασία και βοήθεια (α. «κυνηγημένοι από τον εχθρό προσέφυγαν στο κάστρο» β. «ἐκπίπτων δὲ καὶ περιωθούμενος ὁ Πομπήιος ἠναγκάζετο δημαρχοῡσι προσφεύγειν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (νομ.) καταθέτω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”